-
1 давно
давно προ πολλού, από και ρό я вас \давно не видел καιρό έχω να σας δω \давно ли вы здесь? είστε πολύ καιρό εδώ;* * *προ πολλού, από καιρόя вас давно́ не ви́дел — καιρό έχω να σας δω?
давно́ ли вы здесь? — είστε πολύ καιρό εδώ
-
2 пора
пор||а I ж1. ὁ χρόνος, ὁ καιρός, ἡ ὠρα, ἡ ἐποχή:летняя \пора τό καλοκαίρι· зимняя \пора ὁ χειμώνας· весенняя \пора ἡ ἄνοιξη· осенияя \пора τό φθινόπωρο· вече́рней \пораой τό βράδυ· в дневную пору τήν ήμερα· \пора жа́твы ἡ ἐποχή τοῦ θερισμοῦ· \пора сбора винограда ὁ καιρός τοῦ τρυγητοὔ· пришла́ \пора ήλθε ὁ καιρός, ἔφθασε ἡ ὠρα·2. предик безл καιρός εἶναι, εἶναι ὠρα:\пора идтн καιρός εἶναι νά πάμε· давно́ \пора εἶναι πρό πολλοὔ καιρός· не \пора ли? δέν εἶναι καιρός;· ◊ на первых \пораа́х τόν πρώτο καιρό, στήν ἀρχή· до \пораы до времени γιά μιαν ὠρισμένη περίοδο· до каких пор? ὡς πότε;, ἔως πότε;· с каких пор? ἀπό ποῦ κι ὡς ποῦ;, ἀπό πότε;· с э́тнх пор а) ἀπό τώρα, б) ἀπό σήμερα (о будущем)· с некоторых пор ἐδώ καί λἰγον καιρό· с той \пораы ἀπό τότε· с тех пор ἀπό τότε, ἔκτοτε· с давних пор πρό πολλοῦ, ἀπό πολύ παλιἄ до сих пор а) Εως τώρα, ὡς τά τώρα (о времени), δ) ὡς ἐδώ, ἰσαμεδώ (о месте)· до тех пор ὀσότου, ίως δτοα, μέχρις ὅτου· в ту \порау τότε, ἐκείνη τήν ἐποχή· в самую пору ἀκριβώς στήν ῶρα, ἔγκαιρα.пора II ж ὁ πόρος. -
3 Care
subs.Attention, regard: P. ἐπιμέλεια, ἡ, Ar. and P. μελέτη, ἡ, P. and V. θεραπεία, ἡ, θεράπευμα, τό (Eur., H.F. 633), ἐπιστροφή, ἡ, σπουδή, ἡ, V. ὤρα, ἡ, ἐντροπή, ἡ.Forethought: P. and V. πρόνοια, ἡ, P. προμήθεια, ἡ, V. προμηθία, ἡ.Caution: P. and V. εὐλάβεια, ἡ, P. φυλακή, ἡ.Exactness: P. ἀκρίβεια, ἡ.Object of care: Ar. and V. μέλημα, τό, V. τρίβη, ἡ.Beware of: P. and V. φυλάσσεσθαι (acc.), εὐλαβεῖσθαι (acc.), ἐξευλαβεῖσθαι (acc.), P. διευλαβεῖσθαι (acc.); see care for.Take care that: P. and V. φροντίζειν ὅπως (aor. subj., or fut. indic.), P. ἐπιμέλεσθαι ὅπως (aor. subj., or fut. indic.), Ar. and P. τηρεῖν ὅπως (aor. subj., or fut. indic.); see also Mind.——————v. intrans.I do not care: P. and V. οὔ μοι μέλει.I care not if the whole city saw me: V. μέλει μέν οὐδέν εἴ με πᾶσʼ εἶδεν πόλις (Eur., H.F. 595).Care to, wish to (with infin.): P. and V. βούλεσθαι.Care for, love: see Love.Pay regard to: Ar. and P. ἐπιμέλεσθαι (gen.), P. περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι, P. and V. ἐπιστρέφεσθαι (gen.), φροντίζειν (gen.), ἐντρέπεσθαι (gen.) (Plat. but rare P.), τημελεῖν (acc. or gen.) (Plat. but rare P.), V. μέλεσθαι (gen.), ὥραν έχειν (gen.).Be anxious about: P. and V. κήδεσθαι (gen.) (also Ar. but rare P.), V. προκήδεσθαι (gen.).Value: P. and V. κήδεσθαι (gen.) (also Ar. but rare P.), P. περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι, V. ἐναριθμεῖσθαι, Ar. and V. προτιμᾶν (gen.).For all they cared I was sent away homeless and proclaimed an exile: V. ἀνάστατος αὐτοῖν (dat.) ἐπέμφθην κἀξεκηρύχθην φυγάς (Soph., O.C. 429).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Care
-
4 Consequence
subs.P. τὸ ἀποβαῖνον, τὸ συμβαῖνον, τὸ ἐκβαῖνον.Be the consequence, v.: P. and V. συμβαίνειν, ἐκβαίνειν, P. ἀποβαίνειν, περιγίγνεσθαι.Consider of much consequence, v.; P. περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι (acc.).In consequence of, prep.: P. and V. διά (acc.), ἕνεκα (gen.), χάριν (gen.) (Plat.), Ar. and V. οὕνεκα (gen.), ἕκατι (gen.), V. εἵνεκα (gen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Consequence
-
5 Far
adj.Long: P. and V. μακρός.Distant: V. ἔκτοπος, ἄποπτος, τηλουρός, τηλωπός; see Distant.On the far side of: P. and V. τἀπέκεινα (gen.), V. τοὐκεῖθεν (gen.).——————adv.P. and V. μακράν, Ar. and P. πόρρω, P. ἄποθεν, Ar. and V. ἄπωθεν, V. πρόσω, πόρσω, ἑκάς (Thuc. also but rare P.), Ar. τηλοῦ.With comparatives: P. and V. πολύ, πολλῷ, μακρῷ.So far, at so great a distance: P. διὰ τοσούτου.About how far off is the Argive host: V. πόσον τι δʼ ἐστʼ ἄπωθεν Ἀργεῖον δόρυ (Eur., Heracl. 674).From far: P. πόρρωθεν, ἄποθεν, V. πρόσωθεν, τηλόθεν, Ar. and V. ἄπωθεν.Sent from far, adj.: V. τηλέπομπος.Far from: Ar. and V. ἄπωθεν (gen.), Ar. and P. πόρρω (gen.). P. ἄποθεν (gen.), V. πρόσω (gen.), πόρσω (gen.), μακράν (gen.), τηλοῦ (gen.) (Eur., Cycl. 689; also Ar. absol.), τηλόθεν (gen.), ἑκάς (gen.).Be far from, distant from, v.: P. and V. ἀπέχειν (gen.), P. διέχειν (gen.); met., be so far from... that...: P. τοσοῦτον ἀπέχειν τοῦ (infin.)... ὥστε (infin.), or τοσούτου δεῖν (infin.)... ὥστε (infin.).I am far from doing so: P. πολλοῦ γε καὶ δέω.Far from it: Ar. and P. πολλοῦ δεῖ (cf. Ar., Ach. 543).Too far: P. μακροτέραν, P. and V. περαιτέρω; met., go too far, go to extremes, v.: P. and V. ὑπερβάλλειν, V. ἐκτρέχειν.As far as, prep.: P. μέχρι (gen.), ἄχρι (gen.) (rare).As far as possible ( of place). — Send me as far away as possible from this land: V. πέμψον με χώρας τῆσδʼ ὅποι προσωτάτω (Eur., And. 922).As far as possible from Greece: V. ὡς προσωταθʼ ῾Ελλάδος (Eur., I.T. 712).As far as possible: P. ὅσον δυνατόν, εἰς τὸ δυνατόν, V. ὅσον μάλιστα.As far as... is concerned: P. and V. ἕνεκα (gen.) (Dem. 32; Eur., Hel. 1254), V. οὕνεκα (gen.) (Eur., And. 759, Phoen. 865), ἕκατι (gen.) (Eur., Cycl. 655).As far as you are concerned: P. and V. τὸ σὸν μέρος (Plat., Crito, 50B).As far as he was concerned: V. τοὐκείνου... μέρος (Eur., Hec. 989).As far as he was concerned you were saved: P. τό γε ἐπʼ ἐκεῖνον εἶναι ἐσώθης (Lys. 135). cf. τοὐπὶ σέ (Eur.. Rhes. 397).As far as I know: Ar. ὅσον γʼ ἔμʼ εἰδέναι (Nub. 1252).In so far as: P. καθʼ ὅσον.So far, to such an extent: P. and V. εἰς τοσοῦτο, εἰς τοσοῦτον.So far so good: P. and V. τοιαῦτα μὲν δὴ ταῦτα, P. ταῦτα μὲν οὖν οὕτως (Isoc.), V. τούτων μὲν οὕτω, τοιαῦτα μὲν τάδʼ ἐστί.Far advanced in years: P. πόρρω τῆς ἡλικίας, προβεβλήκως τῇ ἡλικίᾳ.His life is already far advanced: V. πρόσω μὲν ἤδη βίοτος (Eur., Hipp. 795).Far and wide: see under Wide.Far into the night: P. πόρρω τῶν νυκτῶν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Far
-
6 Interval
subs.P. διάλειμμα, τό, διάστημα, τό.Intervening space between two armies: V. μεταίχμιον, τό, or pl.Stand at intervals, v.: P. διαλείπειν, διίστασθαι.At intervals of (for space or time): P. διά (gen.).At long intervals (of space or time): P. διὰ πολλοῦ.At short intervals (of space or time): P. διʼ ὀλίγου.After an interval (of time): P. and V. διὰ χρόνου, P. χρόνου διελθόντος.After a long interval: Ar. διὰ πολλοῦ χρόνου.After an interval of two or three years: P. διελθόντων ἐτῶν δύο καὶ τριῶν.After a moment's interval I go to law: Ar. ἀκαρῆ διαλιπὼν δικάζομαι (Nub. 496).There is no special season which he leaves as an interval: P. οὐδʼ ἐστὶν ἐξαίρετος ὥρα τις ἣν διαλείπει (Dem. 124).They set out with a considerable interval between each man and his neighbour: P. διέχοντες πολὺ ᾖσαν (Thuc. 3. 22).He placed the merchantmen at intervals of about two hundred feet from one another: P. διαλιπούσας τὰς ὁλκάδας ὅσον δύο πλέθρα ἀπʼ ἀλλήλων κατέστησεν (Thuc. 7, 38).At intervals of ten battlements there were large towers: P. διὰ δέκα ἐπάλξεων πύργοι ἦσαν μεγάλοι (Thuc. 3, 21).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Interval
-
7 высокий
высо́к||ийприл1. в разн. знач. ὑψηλός:\высокийого роста ὑψηλοῦ ἀναστήματος· \высокийое давление ὑψηλή πίεση/ ἡ ὑπέρταση, ἡ ὑπερπίεση [-ις] (гипертония)· ток \высокийого напряжения ρεϋμα ὑψηλής τάσεως· \высокийая температу́ра ἡ ὑψηλή θερμοκρασία/ ὁ ὑψηλός πυρετός (больного)· \высокийая вода ἡ ὕψωση τῶν ὑδάτων, ἡ πλημμύρα, ἡ φουσ-κονεριά· \высокийие цены οἱ ὑψηλες τιμές· \высокийая йота ἡ ὑψηλή νότα·2. (превосходный) ἀνώτερος, ἀριστος:\высокийого качества ἀνωτέρας ποιότητας·3. (значительный) ὑψηλός, μεγάλος:\высокийое звание ὁ ὑψηλός τίτλος· \высокийая ответственность ἡ μεγάλη εὐθύνη· \высокийая честь ἡ μεγάλη τιμἤ занимать \высокий пост κατέχω ὑψηλο ἀξίωμα (или μεγάλη θέση)· ◊ \высокий стиль τό μεγαλοπρεπές ὕφος· \высокий гость ὁ ὑψηλός ξένος· \высокийие договаривающиеся стороны дип. τά ὑψηλά συμβαλλόμενα μέρη· быть \высокийого мнения о чем-л. ἐκτιμώ πολύ, ἔχω περί πολλού. -
8 давний
давн||ийприл παληός, παλαιός / μα-κρυνός (далекий):с \давнийих пор ἀπό τά παληά χρόνια, ἀπό πολύν καιρό, πρό πολλού. -
9 давно
давнонареч ἀπό καιρό, πρό πολλοῦ, ἀπό χρόνια:мы \давно его́ не видели ἔχου-με πολύ καιρό νά τόν Ιδούμε· ◊ \давно бы так καιρός ήτανε. -
10 давным-давно
давным-давнонареч ἀπό πολύ παληά, πρό πολλών ἐτῶν, πρό πολλοῦ καιρού. -
11 издавна
издавнанареч ἀπ· τά παληά χρόνια, ἀπό πολύ καιρό, πρό πολλοῦ. -
12 издавна
[ίζνταβνα] εκίρ. προ πολλού μακρυά μακρυά -
13 издавна
[ίζνταβνα] επίρ προ πολλούμακρυά μακρυά -
14 давным-давно
επίρ.πολύ παλιά, πριν πολύ Ηαιρό, προ πολλού, πάλαι. -
15 Ago
adv.Ar. and P. πρότερον.A year ago: Ar. and P. πέρυσι.Two years ago: P. προπέρυσι.Long ago: P. and V. πάλαι, P. ἐκ πολλοῦ, V. ἐκ μακροῦ χρόνου.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ago
-
16 Apart
adv.Set apart: P. χωρὶς τίθεσθαι.Aloof: P. and V. εκποδών.At long distances apart: P. διὰ πολλοῦ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Apart
-
17 Appreciate
v. trans.Think highly of: P. περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι, V. πολλῶν ἀξιοῦν; see Prize.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Appreciate
-
18 Cardinal
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cardinal
-
19 Dearly
adv.At a high price: use P. and V. πολλοῦ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dearly
-
20 Distance
subs.Interval: P. διάστασις, ἡ, ἀπόστασις, ἡ, διάστημα, τό; see Interval.Distance of time: see Interval.A short distance off: P. διὰ βραχέος, P. and V. διʼ ὀλίγου (Eur., Phoen. 1098).At a less distance: P. διʼ ἐλάσσονος.At so great a distance: P. διὰ τοσούτου.At long distances apart: P. διὰ πολλοῦ (Thuc. 3, 94).They were some distance from one another: P. διεῖχον πολὺ ἀπʼ ἀλλήλων (Thuc. 2, 81).From a distance: P. ἄποθεν, πόρρωθεν, V. πρόσωθεν, τηλόθεν, Ar. and V. ἄπωθεν.——————v. trans.Be distanced, be left behind: P. and V. ἀπολείπεσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Distance
См. также в других словарях:
πολλοῦ — πολύς many masc/neut gen sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… … Dictionary of Greek
προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… … Dictionary of Greek
Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… … Wikipedia
мъногыи — (мъногыи4000) пр. 1.Многочисленный, значительный по количеству: съдравьствѹите же мънога лѣ(т). съдрьжѧще порѹчение || свое. ЕвОстр 1056–1057, 294в–г (запись); Да чл҃вкъ ѹбо обѣштѧ сѧ. ˫ако чѧ˫а многа лѣта быти въ пока˫ании (πολυχρονίσαι) Изб… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
δέω — (I) δέω (AM) Ι. μσν. παρακαλώ κάποιον για κάτι («δέομεν, παρακαλοῡμεν νὰ ὁρίσης») αρχ. 1. έχω έλλειψη, στερούμαι 2. φρ. α) «πολλοῡ δέω» έχω μεγάλη ανάγκη β) «παντὸς δέω» έχω πλήρη έλλειψη γ) «πολλοῡ δέω... ὑπὲρ ἐμαυτοῡ ἀπολογεῑσθαι» πολύ απέχω… … Dictionary of Greek
δει — (AM δεῑ) (απρόσ. ρήμα) Ι. φρ. 1. «πολλοῡ δεῑ», «πολλοῡ γε καὶ δεῑ» απέχει πολύ, είναι πολύ μακριά από το να..., κατ ουδένα τρόπο 2. «ὀλίγου ή μικροῡ δεῑ ή ἐδέησε» παρά λίγο, λίγο έλειψε να... νεοελλ. φρ. «εδέησε να...» κατορθώθηκε επιτέλους να … Dictionary of Greek
πρόπαλαι — Α επίρρ. προ πολλού, από πολύ παλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πάλαι «προ πολλού, τον παλιό καιρό»] … Dictionary of Greek
ρεύμα — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ.), στην πρώην επαρχία Λαρίσης του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Νέων Καρυών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.), στην πρώην επαρχία Μηθύμνης του νομού Λέσβου.… … Dictionary of Greek
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek
ՅԱՄԱՅՐ — ( ) NBH 2 0318 Chronological Sequence: Early classical, 9c, 10c, 12c ա. Իբր Յամեալ. կամ ʼի բառէս Ամ, ամեր՝ իբր ամք, յամս. ուստի եւ ՅԱՄԵՐԱՄ. վասն որոյ ասի Յամայր ամս, իբր յամաց յամս, ընդ բազում կամ ընդ երկար ամս եւ ամանակս. ʼի բազում ժամանակաց… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)